Τρίτη 31 Μαΐου 2022

Κούβα: Ένα κουνούπι στα ρουθούνια του ρινόκερου - Βασίλης Λιόσης

Κεφάλαιο στο βιβλίο:

Η Κούβα αποτελεί μια περίπτωση που έχει να μας δώσει σοβαρά ιστορικά και πολιτικά συμπεράσματα. Πρόκειται για μια χώρα όπου η επανάσταση ακολούθησε ένα πρωτότυπο δρόμο, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός υπέστη σοβαρή πολιτική και στρατιωτική ήττα και η οποία παρά τις σοβαρές δυσκολίες και τα λάθη που και το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα έχει παραδεχθεί, αντέχει μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης και των πιο δυσμενών διεθνών συσχετισμών.

Η προεπαναστατική Κούβα ήταν ένα τεράστιο αμερικανικό καζίνο και πορνείο. Δεν παρείχε, όμως, μόνο «υπηρεσίες» αλλά ταυτόχρονα οι αμερικανικές εταιρείες κατείχαν τα εργοστάσια και τις φυτείες της. Συγκεκριμένα, προς τα τέλη του 19ου αιώνα τα αμερικανικά μονοπώλια αναζητούσαν εδάφη εκτός ΗΠΑ, προκειμένου να επενδύσουν τα κέρδη τους και να βρουν νέες αγορές. Έτσι, το τραστ ζάχαρης και οι οικονομικές αυτοκρατορίες των Ροκφέλερ και Μέλον «ανακάλυψαν» την Κούβα.

Σύμφωνα, λοιπόν, με μια περιγραφή: «Τα μονοπώλια δε συνωμότησαν επίτηδες για να στραγγαλίσουν την Κούβα. Απλώς ενήργησαν φυσιολογικά. Εξασφάλισαν τη γη και τους εργάτες που χρειάζονταν, πήραν τον έλεγχο του ορυκτού πλούτου με τον τρόπο που τα μονοπώλια χρησιμοποιούν παντού κι εξασφάλισαν εύκολη πρόσβαση στην Κούβα για τις εξαγωγές τους. Ανέλαβαν τον έλεγχο των πόρων και των αγορών όχι μόνο για δική τους χρήση, αλλά για να τα στερήσουν από άλλους. Και επειδή ακριβώς συμπεριφέρονταν φυσιολογικά για τον εαυτό τους, κι επειδή επωφελούνταν από το μέγεθός τους και τη δύναμή τους για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, τα μονοπώλια δεν μπορούσαν παρά να στραγγαλίσουν την κουβανική οικονομία».

Συγχρόνως, οι χώρες της Νότιας Αμερικής «θα έπρεπε» να μείνουν υπό την αμερικανική εποπτεία, αφού η οποιαδήποτε επαναστατική εξέλιξη θα μπορούσε να διαμορφώσει ένα ντόμινο πολιτικών εξελίξεων καθόλου ευνοϊκό για τον καπιταλισμό και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.

Είναι μάλλον γνωστό πως η κουβανική επανάσταση δεν ήταν εξαρχής σοσιαλιστική αλλά μετεξελίχθηκε σε τέτοια. Όταν, λοιπόν, ο χαρακτήρας της ήταν δημοκρατικός-αντιιμπεριαλιστικός, στην αρχική της φάση δηλαδή, οι ΗΠΑ προβληματίζονταν για τη στάση που θα κρατούσαν απέναντι στη  νεοδημιουργημένη επαναστατική κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση υπήρχε ανησυχία. Στις 15 Ιανουαρίου του 1959 μία ομάδα αντιπροσώπων του Κογκρέσου ζήτησε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να παρέμβει στα εσωτερικά της Κούβας προκειμένου να εμποδιστεί η εφαρμογή της θανατικής ποινής σε ορισμένους εγκληματίες πολέμου του καθεστώτος Μπατίστα. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς ο Μάξουελ Τέιλορ, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατού των ΗΠΑ, δήλωνε την ανησυχία του λέγοντας πως η κουβανική επανάσταση θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για κομμουνιστικές εξεγέρσεις σε όλη τη Λατινική Αμερική.

Το 1960 ο Αϊζενχάουερ ταξιδεύει σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής με στόχο την έκδοση ενός ψηφίσματος που θα καταδίκαζε την κουβανική επανάσταση ως επανάσταση που επιτρέπει τη διείσδυση του διεθνούς κομμουνισμού. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χέρτερ στο πλαίσιο της 7ης Συμβουλευτικής Συνάντησης των Υπουργών Εξωτερικών του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΚ) ανέφερε στην ομιλία του: «[…] όχι μόνο κάθε

κομμουνιστικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε σε οποιαδήποτε από τις αμερικανικές δημοκρατίες αποτελεί ξένη παρέμβαση στην Αμερική […] (σ.σ. υπονοεί τη σοβιετική «διείσδυση») αλλά και, επιπλέον, παρόμοιο καθεστώς θα μετατραπεί αυτόματα από τη φύση του σε βάση επιχειρήσεων για τη διάδοση κομμουνιστικών ιδεών, τη διείσδυση, υπονόμευση και παρεμβολή των εσωτερικών υποθέσεων ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής με στόχο, τελικά, τη βίαιη ανατροπή όλων των κυβερνήσεων του ημισφαιρίου».

Όταν πια ο χαρακτήρας της κουβανικής επανάστασης ξεκαθαρίστηκε και διακηρύχθηκε το σοσιαλιστικό της περιεχόμενο, τότε η αντίδραση των ΗΠΑ πέρασε από το επίπεδο των διακηρύξεων (όχι ότι έλειπαν και τα πρακτικά μέτρα) στο επίπεδο της πράξης. Ήδη έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα κεφάλαια δύο βασικούς σταθμούς που αφορούν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κούβα: την απόβαση των αντεπαναστατών στον Κόλπο των Χοίρων, μία επιχείρηση σχεδιασμένη και καθοδηγούμενη από τη CIA και την κρίση των πυραύλων που έφερε την ανθρωπότητα στο χείλος μίας πυρηνικής καταστροφής. Η εμπλοκή των ΗΠΑ στο επεισόδιο του Κόλπου των Χοίρων, η οποία υπενθυμίζουμε ότι πραγματοποιήθηκε επί προεδρίας Κένεντυ, αποδεικνύεται πέραν κάθε αμφιβολίας από δημοσιευμένα και αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA τα οποία περιέχονται στο βιβλίο La Guerra encubierta contra Cuba, του ερευνητή Tomas Diez.

Το εντυπωσιακό της υπόθεσης είναι πως ενώ ο Φιντέλ Κάστρο διακήρυξε τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα της κουβανικής επανάστασης στις 16 Απριλίου του 1961, στις 17 πραγματοποιείται η απόβαση των αντεπαναστατών στον Κόλπο των Χοίρων! Τόσο στην απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων όσο και στην κρίση των πυραύλων η γραμμή των αμερικανικών ελίτ δεν ήταν ενιαία. Υπήρχε και η  προσέγγιση μιας ηπιότερης πίεσης, αλλά η επιθετική γραμμή ήταν αυτή που υπερίσχυσε.

Μαζί με όλα τα προηγούμενα υπήρξαν από πολύ νωρίς και οι οικονομικές κυρώσεις. Το 1960 κι ενώ υπήρχε ήδη πετρελαϊκό εμπάργκο απαγορεύεται από τις ΗΠΑ η πώληση ανταλλακτικών και μηχανών στην Κούβα με στόχο την παράλυση της βιομηχανικής και γεωργικής παραγωγής. Τον Φεβρουάριο του 1962 εφαρμόστηκε καθολικό εμπάργκο με το Διάταγμα Νο 3447.

Τον Μάρτιο του 1962 ανακοινώθηκε η απαγόρευση εισόδου στο αμερικανικό έδαφος οποιουδήποτε προϊόντος παρασκευασμένου ολόκληρου ή εν μέρει στην Κούβα. Τον ίδιο χρόνο οι ΗΠΑ ανακοινώνουν πως θα έχουν το δικαίωμα άρνησης παροχής οικονομικής βοήθειας ή τεχνικής υποστήριξης σε χώρες των οποίων τα πλοία μεταφέρουν εμπορεύματα στην Κούβα. Το 1975 υπολογίστηκε πως η πολιτική του οικονομικού εμπάργκο στοίχισε στην κουβανική οικονομία 30 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 1964 κατόπιν εντολής των ΗΠΑ στην 9η  Συμβουλευτική Συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών του ΟΑΚ εγκρίθηκε υπό την πίεση και την αιγίδα των ΗΠΑ ψήφισμα που καλούσε τις κυβερνήσεις της ηπείρου να διακόψουν τις διπλωματικές σχέσεις με την  Κούβα με το πρόσχημα ότι η Κούβα απειλεί την εθνική ασφάλεια των υπόλοιπων χωρών. Η μόνη κυβέρνηση που δεν καταψήφισε το ψήφισμα ήταν το Μεξικό.

Σε γενικές γραμμές και μετά από την κυβέρνηση Κένεντυ η πολιτική που ακολουθήθηκε από τις ΗΠΑ δεν διαφοροποιήθηκε. Μία ορισμένη στροφή σημειώνεται επί Φορντ όπου επιλέγεται ένα μερικό σπάσιμο του εμπάργκο.  Συγκεκριμένα ορίστηκαν αθλητικές ανταλλαγές και άρθηκε η απαγόρευση  ώστε αμερικανικές εταιρείες να μπορούν να εμπορεύονται με την Κούβα.

Τον Ιανουάριο του 1977, οπότε αναλαμβάνει ο Κάρτερ, υπάρχει πρόθεση για βελτίωση των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κούβας. Η πρόθεση του Κάρτερ δεν ήταν αποτέλεσμα του καλού του χαρακτήρα ή γενικά και αόριστα μιας άλλης διπλωματικής γραμμής. Οι δύο Σχολές που αφορούσαν την τακτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κούβα είχαν ακριβώς τον ίδιο σκοπό: τη διαφύλαξη των  αμερικανικών συμφερόντων αλλά το «πώς» ήταν αυτό που τις διαφοροποιούσε. Ο Κάρτερ καθοδηγήθηκε από την έκθεση του Son Linowitz ο οποίος προήδρευσε μιας επιτροπής αποτελούμενης από πρώην κυβερνητικά στελέχη, ακαδημαϊκούς, επιχειρηματίες και χρηματοδοτήθηκε από το ίδρυμα Ρο[1]κφέλερ. Η έκθεση υπό τον τίτλο «Η Αμερική σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο 1974», εκτιμούσε ότι «Η συνέχιση της πολιτικής απομόνωσης της Κούβας  επηρεάζει αρνητικά τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν πολιτικά να μετατραπούν στη χώρα που θα παραμένει απομονωμένη καθώς η μία λατινοαμερικανική χώρα μετά την άλλη αποκαθιστά τις σχέσεις της με την Κούβα».

Αποτέλεσμα αυτής της γραμμής ήταν η επίσκεψη στην Κούβα του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ και η ίδρυση γραφείου συμφερόντων στην Αβάνα και την Ουάσιγκτον. Ωστόσο, η άλλη γραμμή, εκείνη που επιθυμούσε ευθεία σύγκρουση ενθάρρυνε τη μετανάστευση από την Κούβα στις ΗΠΑ. Η επικράτηση αυτής της δεύτερης γραμμής γίνεται εμφανής επί προεδρίας Ρέιγκαν. Τώρα το ντοκουμέντο που καθοδηγούσε την κυβέρνηση Ρέιγκαν ήταν η έκθεση που συνέταξε η επιτροπή της Σάντα Φε τον Μάιο του 1980. Η έκθεση ανησυχούσε για τις πολιτικές αλλαγές στη Νικαράγουα, το Ελ Σαλβαδόρ και τη Γουατεμάλα και  την πρόσβαση της Σοβιετικής Ένωσης στη διώρυγα του Παναμά και τα πετρέλαια του Μεξικού.

Η Κούβα θεωρήθηκε ως η πηγή των προβλημάτων. Σε πρώτη φάση η έκθεση συνιστούσε μία συστηματική προπαγάνδα που θα δημιουργούσε την εντύπωση ότι οι κυβερνήσεις με προοδευτικό πρόσημο ήταν ενεργούμενα της Σοβιετικής Ένωσης και σε δεύτερη φάση αν η προπαγάνδα  αποτύγχανε συστηνόταν η στρατιωτική επέμβαση στην Κούβα. Ανάμεσα στις  συστάσεις της έκθεσης συμπεριλαμβανόταν και η μετάδοση ραδιοφωνικών εκπομπών κατά της Κούβας. Επίσης ιδρύθηκε το Εθνικό Κουβανομαερικανικό Ίδρυμα (FNCA) που συγκροτήθηκε από τους εξτρεμιστές του Μαϊάμι, πραγματοποιώντας σαμποτάζ, ενισχύοντας τον οικονομικό αποκλεισμό και  ενθαρρύνοντας τη στρατιωτική εισβολή στην Κούβα.

Το 1989 αναλαμβάνει ο Τζορτζ Μπους και εκτιμάται ότι μία στρατιωτική επέμβαση δεν ήταν προς συμφέρον των ΗΠΑ. Οι παράγοντες που μέτρησαν ήταν α) το κόστος μιας τέτοιας επέμβασης, β) η αρνητική εμπειρία του Βιετνάμ, γ) η συγκρότηση των κουβανικών Πολιτοφυλακών, δ) το διεθνές κύρος  της Κούβας, ε) η απροθυμία των νατοϊκών συμμάχων που για τους δικούς  τους λόγους δεν θα ακολουθούσαν τις ΗΠΑ, στ) η ανυπαρξία ομοφωνίας στο  εσωτερικό των ΗΠΑ, ζ) ο συνυπολογισμός της αντίδρασης της Σοβιετικής Ένωσης.

Το 1992 επί Τζορτζ Μπους και εν μέσω προεδρικής εκλογικής διαδικασίας παρουσιάζεται ο νόμος με τον τίτλο «Νόμος για την Κουβανική Δημοκρατία, 1992», γνωστός και ως νόμος Toricelli. Την υποστήριξή του στον νόμο έδωσε και ο Κλίντον. Ο νόμος εξουσιοδοτούσε τον εκάστοτε Πρόεδρο α) να επιβάλλει κυρώσεις σε χώρες που βοηθούσαν την Κούβα, β) να απαγορεύει στις  θυγατρικές αμερικανικές εταιρείες να συναλλάσσονται με την Κούβα, γ) να απαγορεύει σε πλοία που ελλιμενίζονται στην Κούβα να ελλιμενίζονται στην Αμερική για 6 μήνες, δ) να παρέχει βοήθεια σε οργανισμούς και άτομα που προωθούν μία «δημοκρατική» αλλαγή στην Κούβα κ.λπ..

Ο νόμος έρχεται 10 μήνες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και υπογραμμίζει τη σπουδή των ΗΠΑ να τελειώνουν και με την Κούβα. Οι ΗΠΑ φρόντισαν να εξειδικεύσουν τις κατευθύνσεις του νόμου εκδίδοντας οδηγίες απευθυνόμενες σε χώρες και επιχειρηματίες προκειμένου να παρεμποδιστεί οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή με την Κούβα.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να ανοίξουμε μία παρένθεση που αφορά τη δράση ενός συγκεκριμένου μονοπωλίου και τον εμπορικό αποκλεισμό της Κούβας. Αναφερόμαστε στην εταιρεία Bacardi της γνωστής πολυεθνικής οινοπνευματωδών ποτών. Το 1960 η κουβανική επανάσταση εθνικοποίησε την περιουσία της Bacardi. Όμως, με δεδομένο ότι η έδρα της βρισκόταν στο εξωτερικό, ο τίτλος και το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της έμεινε στα χέρια της οικογένειας που ήταν επικεφαλής της εταιρείας. Έκτοτε η εταιρεία φρόντισε να κάνει οτιδήποτε, προκειμένου η Κούβα να αλλάξει πολιτική και οικονομική ρότα. Ο επικεφαλής της εταιρείας Πεπίν Μπος συμμετείχε ενεργά στις διεργασίες που οδήγησαν στην εισβολή του Κόλπου των Χοίρων. Ο ίδιος άνθρωπος πρωταγωνιστεί το 1963-1964 στην ενοποίηση όλων των αντεπαναστατικών στοιχείων. Χρηματοδότης της επιχείρησης ήταν η CIA, το FBI και η ίδια η Bacardi.

Στη δεκαετία του 1960 σχεδιάζεται ο βομβαρδισμός των εθνικοποιημένων πετρελαϊκών εγκαταστάσεων της Κούβας. Σύμφωνα με έγγραφο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ με ημερομηνία 15/6/1964 που έφερε στη δημοσιότητα ο Κάλβο Οσπίνα, ο πρόεδρος της Bacardi εισηγήθηκε στη CIA την από κοινού χρηματοδότηση ενός σχεδίου δολοφονίας του Φιντέλ  και Ραούλ Κάστρο και του Τσε Γκεβάρα.

Τον Ιούλιο του 1981 αναβαθμίζεται η αντεπαναστατική δραστηριότητα της  Bacardi και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού με τη δημιουργία του Εθνικού Αμερικανοκουβανικού Ιδρύματος. Η Bacardi χρηματοδοτεί τη δολοφονική αυτή οργάνωση και σημαίνοντα στελέχη της συμμετέχουν ενεργά στη δράση της.

Το 1996 θεσπίστηκε από την κυβέρνηση Κλίντον ο «Νόμος για την Κουβανική Ελευθερία και Δημοκρατική Αλληλεγγύη» γνωστός και ως νόμος Χελμς-Μπάρτον. Στην πολιτική αργκό των ΗΠΑ ο νόμος έγινε γνωστός ως «νόμος της Bacardi». Ο νόμος προέβλεπε: α) την εγκαθίδρυση στην Κούβα ενός μεταβατικού καθεστώτος το οποίο δεν θα περιελάμβανε τον Φιντέλ και τον Ραούλ Κάστρο και θα διέλυε κάθε μηχανισμό του σοσιαλιστικού κράτους, β) το δικαίωμα σε Κουβανούς, που στο μεταξύ είχαν αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα, να προσφεύγουν σε αμερικανικά δικαστήρια προκειμένου να προσβάλουν τις όποιες συμφωνίες συνάπτονταν ανάμεσα στην Κούβα και σε εταιρείες και υπηκόους τρίτων χωρών με αντικείμενο τις εθνικοποιημένες περιουσίες των αμερικανοποιημένων Κουβανών, γ) τη διεθνοποίηση του οικονομικού αποκλεισμού και μάλιστα με έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, δ) το μποϋκοτάζ σε κάθε ξένη επένδυση μέσω σειράς κυρώσεων όπως η άρνηση βίζας για τις ΗΠΑ στον επενδυτή και την οικογένειά του, ε) την παρεμπόδιση της εξαγωγής ζάχαρης και των παραγώγων της κ.λπ..

Ταυτόχρονα ο νόμος Χελμς-Μπάρτον προβλέπει την επαναποικιοποίηση της Κούβας από τις ΗΠΑ με σαφή και προκλητικό τρόπο. Προβλέπεται, λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος των μέσων παραγωγής, στέγασης και άλλων προσωπικών πόρων να περάσει στην ιδιοκτησία Αμερικανών πολιτών. Προβλέπεται, ακόμη, η διαδικασία μετάβασης από τον σοσιαλισμό στον καπιταλισμό και η  ύπαρξη ενός Επιτρόπου που θα επιβλέπει τη διαδικασία μετάβασης.

Στις 15 Μαΐου του 2001 υπήρξε μια κλιμάκωση των αντεπαναστατικών ενεργειών. Ο Χελμς κατέθεσε στη Γερουσία νέο νομοσχέδιο το οποίο προέβλεπε την παροχή αμερικανικής βοήθειας σε Κουβανούς αντικαθεστωτικούς. Επιπροσθέτως, για την υλοποίηση των σχεδίων των ΗΠΑ ιδρύθηκε ο οργανισμός National Endowement for Democracy (NED - Εθνικό Ίδρυμα για τη Δημοκρατία). Πρόκειται για μια αμερικανική μη κερδοσκοπική οργάνωση η οποία υποτίθεται ότι εργάζεται για την προώθηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Εκτιμάται ότι κατά την τελευταία εικοσαετία το εν λόγω ίδρυμα έχει επενδύσει 20 εκατομμύρια δολάρια για την προώθηση της «μετάβασης στη δημοκρατία», χωρίς να υπολογίζουμε τα 65 εκατομμύρια που διέθεσε για τον ίδιο σκοπό η USAID (αμερικανική «βοήθεια») από το  1996.

Μία μερική στροφή στις αμερικανοκουβανικές σχέσεις σημειώθηκε επί προεδρίας Ομπάμα. Συγκεκριμένα, η Κούβα αφαιρέθηκε από την αμερικανική λίστα των χωρών τρομοκρατών και ο Ομπάμα δήλωνε πως «ύστερα από έξι δεκαετίες σχέσεων που σημαδεύτηκαν από διχόνοια και βαθιές πολιτικές διαφωνίες, επί της προεδρίας του (σ.σ. του Φιντέλ Κάστρο) δουλέψαμε σκληρά για να αφήσουμε το παρελθόν πίσω μας και να αναζητήσουμε ένα μέλλον στο οποίο οι σχέσεις μας να μην ορίζονται από τις διαφορές, αλλά από τα πολλά πράγματα που μοιραζόμαστε ως γείτονες και φίλοι».

Ο Τραμπ από την άλλη δήλωνε μετά τον θάνατο του Φιντέλ Κάστρο: «Σήμερα ο κόσμος βλέπει τον θάνατο ενός κτηνώδους δικτάτορα που καταπίεσε τον  λαό του επί σχεδόν έξι δεκαετίες. Το κληροδότημα του Κάστρο παραπέμπει σε εκτελεστικά αποσπάσματα, λεηλασία, απίστευτη οδύνη, φτώχεια και άρνηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου